- γυμνασιαρχεύω
- εκτελώ χρέη γυμνασιάρχη, αντικαθιστώ τον γυμνασιάρχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνασιάρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυμνασιαρχεύω — εκτελώ χρέη γυμνασιάρχη: Στο σχολείο μου γυμνασιαρχεύει για χρόνια ο ίδιος διευθυντής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)